- μαστοδοτώ
- μαστοδοτῶ, -έω (Α)γαλουχώ, θηλάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + -δοτῶ (< δότης), πρβλ. λογο-δοτώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαστός — Αδενικό όργανο, το οποίο στον άντρα είναι υπολειμματικό και μη λειτουργικό, στη γυναίκα όμως αναπτύσσεται πλήρως και αποτελεί το όργανο του θηλασμού. Οι μ. υπάγονται στα όργανα της αναπαραγωγής· το αδενικό τους στοιχείο είναι ορμονοεξαρτώμενο και … Dictionary of Greek